- φρατριακός
- φρᾱτρι-ᾰκός, ή, όν,A of the curia, D.H.2.23; φ. ψηφοφορία, = comitia curiata, Id.9.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρατριακός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατριακῆς — φρατριακός of the curia fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατριακάς — φρατριακά̱ς , φρατριακός of the curia fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)